εὐπόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />habile <i>ou</i> heureux à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πόλεμος]].
|btext=ος, ον :<br />habile <i>ou</i> heureux à la guerre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πόλεμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐπόλεμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[πόλη]] ή για τη θεά Νίκη) δοξασμένος στον πόλεμο, [[νικητής]]<br /><b>2.</b> (για πολεμιστές) ο [[άξιος]], ο [[ικανός]] στον πόλεμο.
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπόλεμος Medium diacritics: εὐπόλεμος Low diacritics: ευπόλεμος Capitals: ΕΥΠΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: eupólemos Transliteration B: eupolemos Transliteration C: efpolemos Beta Code: eu)po/lemos

English (LSJ)

ον,

   A good at war, successful in war, Νίκη h.Mart.4; πόλις X.Vect.4.51 (Comp.), Oec.4.3; of warriors, APl.4.331 (Agath.). Adv. -μως skilfully, of an officer, D.C.78.38.

German (Pape)

[Seite 1089] gut, glücklich im Kriege; H. h. 7, 4; πόλις Xen. Vect. 4, 51; Sp., wie D. Cass.; Agath. 36 (Plan. 331); – τοὺς στρατιώτας εὐπολέμως διατάττειν D. Cass. 78, 38.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπόλεμος: -ον, ἱκανός, ἄξιος, εὐδόκιμος ἐν πολέμῳ, Νίκη Ὁμ. Ὕμν. 7. 4· πόλις Ξεν. 4, 51, Οἰκ. 4, 3· ἐπὶ πολεμιστῶν, Ἀνθ. Πλαν. 5. 331: ― Ἐπίρρ. -μως, ἐμπειροπολέμως, ὁ μὲν Γάννυς καὶ τὰ στενὰ... σπουδῇ προκατέλαβε καὶ τοὺς στρατιώτας εὐπολέμως διέταξε Δίων Κ. 78. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile ou heureux à la guerre.
Étymologie: εὖ, πόλεμος.

Greek Monolingual

εὐπόλεμος, -ον (Α)
1. (για πόλη ή για τη θεά Νίκη) δοξασμένος στον πόλεμο, νικητής
2. (για πολεμιστές) ο άξιος, ο ικανός στον πόλεμο.