εὐστάλεια: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />agilité, légèreté.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />agilité, légèreté.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταλής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐστάλεια]] και ιων. τ. [[εὐσταλίη]], ἡ (Α)<br />[[ευσταλής]]<br /><b>1.</b> καλή [[διάταξη]], [[τοποθέτηση]]<br /><b>2.</b> [[συμμετρία]], [[αναλογία]] («[[εὐστάλεια]] ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (για στρατεύματα) η [[ελαφρότητα]] του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Ion. -ιη, ἡ,
A simple arrangement, Hp.Art.82. 2 orderliness, ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων Phld.Oec.p.65J. 3 of troops, light equipment, Plu.Sert.12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐστάλεια: ἡ, ἁπλῆ διευθέτησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839∙ ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ εὐσταλίη: ἐπὶ στρατευμάτων, ἐλαφρότης στολῆς, ἐνδυμασίας, Πλουτ. Σερτώρ. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
agilité, légèreté.
Étymologie: εὐσταλής.
Greek Monolingual
εὐστάλεια και ιων. τ. εὐσταλίη, ἡ (Α)
ευσταλής
1. καλή διάταξη, τοποθέτηση
2. συμμετρία, αναλογία («εὐστάλεια ἐπιθυμιῶν καὶ φόβων», Φιλόδ.)
3. (για στρατεύματα) η ελαφρότητα του οπλισμού («εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆς Ἰβηρικής στρατιᾱς», Πλούτ.).