εὐκάθεκτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à contenir, à diriger;<br /><i>Sp.</i> εὐκαθεκτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κατέχω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à contenir, à diriger;<br /><i>Sp.</i> εὐκαθεκτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κατέχω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκάθεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («[[ὅπως]] ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι [[εἶεν]]», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καθεκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[κατέχω]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκάθεκτος Medium diacritics: εὐκάθεκτος Low diacritics: ευκάθεκτος Capitals: ΕΥΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: eukáthektos Transliteration B: eukathektos Transliteration C: efkathektos Beta Code: eu)ka/qektos

English (LSJ)

ον,

   A easy to keep under or restrain, X.Cyr.7.5.69 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1073] leicht zurückzuhalten, zu regieren, Xen. Cyr. 7, 5, 69.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκάθεκτος: -ον, εὐχερῶς κατεχόμενος, περιοριζόμενος, ἀναχαιτιζόμενος, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à contenir, à diriger;
Sp. εὐκαθεκτότατος.
Étymologie: εὖ, κατέχω.

Greek Monolingual

εὐκάθεκτος, -ον (Α)
αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθεκτός < κατέχω.