ευφημισμός: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
(15)
(No difference)

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὐφημισμός) ευφημίζω
1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία
2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες («ἔστι δὲ τὸ σχῆμα εὐφημισμός, ἀγαθῆ κλήσει περιστέλλον τὸ φαῡλον», Ευστ.)
3. φρ. «ἀπ' εὐφημισμοῡ» ή «κατ᾿ εὐφημισμόν» — με ευοίωνο αντί για δυσοίωνο ή δυσάρεστο όνομα.