αἰτιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> ᾐτιαζόμην;<br />être accusé de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[αἰτία]]. | |btext=<i>impf.</i> ᾐτιαζόμην;<br />être accusé de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[αἰτία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αἰτιάζομαι]] (Α)<br />κατηγορούμαι, ενοχοποιούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ρ. <i>αἰτιῶμαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
only in Pass.,
A to be accused, ἡ πόλις αἰτιάζεται X.HG1.6.5, cf. 12, Anon.Oxy.1012 Fr.14; τιάζετό τινος of a thing, D.C.38.10.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιάζομαι: παθ., κατηγοροῦμαι, ἡ πόλις αἰτιάζεται, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 5, πρβλ. 12· ᾐτιάζετό τινος, περί τινος πράγματος, Δίων. Κ. 38. 10. Τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾐτιαζόμην;
être accusé de, acc..
Étymologie: αἰτία.
Greek Monolingual
αἰτιάζομαι (Α)
κατηγορούμαι, ενοχοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αἰτιῶμαι].