ηχοβολώ: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(No difference)
|
(16) |
(No difference)
|
-άω
παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. αντι-βολώ, πυρο-βολώ].