θεηκόλος: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
(6_16)
(16)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεηκόλος''': -ον, = [[θεοκόλος]], [[ἱερεύς]], Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.
|lstext='''θεηκόλος''': -ον, = [[θεοκόλος]], [[ἱερεύς]], Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεηκόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιερέας]], [[θεοκόλος]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[θεηκόλος]] (ή [[θεοκόλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>κολος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>βoυ</i>-[[κόλος]], ενώ ο αναμενόμενος τ. [[είναι]] <i>θεη</i>-[[πόλος]] (ή <i>θεο</i>-[[πόλος]] ή <i>θειο</i>-[[πόλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[τριγυρνώ]], περιφέρομαι» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αι</i>-[[πόλος]], [[αμφί]]-<i>πολος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1191] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als v. l. Luc. Alex. 41.

Greek (Liddell-Scott)

θεηκόλος: -ον, = θεοκόλος, ἱερεύς, Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.

Greek Monolingual

θεηκόλος, -ον (Α)
1. ιερέας, θεοκόλος
2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλοςθεοκόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -κολος αναλογικά προς το βoυ-κόλος, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη-πόλοςθεο-πόλος ή θειο-πόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -πολος < πέλω / πέλομαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwel- «τριγυρνώ, περιφέρομαι» (πρβλ. αι-πόλος, αμφί-πολος)].