ήνις: Difference between revisions

From LSJ

Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund

Menander, Monostichoi, 310
(16)
(No difference)

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἤνις, -ιος, ἡ (Α)
(επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος-πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι-αυτός. Το -ι- της λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή βραχύ, γιατί μαρτυρούνται οι γραφές ἤνῑς και ἦνĭς. Ενδέχεται επίσης να προέρχεται κατ' απόσπαση από τη φράση βοῦν νῆνιν, όπου το νῆνιν είναι προϊόν συναιρέσεως από το νεῆνις «νέα»].