ήνις
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ἤνις, -ιος, ἡ (Α)
(επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος-πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι-αυτός. Το -ι- της λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή βραχύ, γιατί μαρτυρούνται οι γραφές ἤνῖς και ἦνĭς. Ενδέχεται επίσης να προέρχεται κατ' απόσπαση από τη φράση βοῦν νῆνιν, όπου το νῆνιν είναι προϊόν συναιρέσεως από το νεῆνις «νέα»].