ἡμισύθλαστος: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_17)
(16)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμισύθλαστος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, ἡμίθλαστος, Ἡσυχ.
|lstext='''ἡμισύθλαστος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, ἡμίθλαστος, Ἡσυχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμισύθλαστος]], -ον (Α)<br />[[κατά]] το ήμισυ [[τεθλασμένος]], μισοσπασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήμισυς]] <span style="color: red;">+</span> [[θλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλω</i> «[[σπάω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>θλαστος</i>, <i>κεφαλό</i>-<i>θλα</i>-<i>στος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμῐσύθλαστος Medium diacritics: ἡμισύθλαστος Low diacritics: ημισύθλαστος Capitals: ΗΜΙΣΥΘΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmisýthlastos Transliteration B: hēmisythlastos Transliteration C: imisythlastos Beta Code: h(misu/qlastos

English (LSJ)

ον,

   A half-crushed, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισύθλαστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, ἡμίθλαστος, Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἡμισύθλαστος, -ον (Α)
κατά το ήμισυ τεθλασμένος, μισοσπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + θλαστός (< θλω «σπάω»), πρβλ. εύ-θλαστος, κεφαλό-θλα-στος].