ἴξαλος: Difference between revisions
(Autenrieth) |
(17) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[doubtful]] [[word]], spry, epith. of the [[wild]] [[goat]], Il. 4.105†. | |auten=[[doubtful]] [[word]], spry, epith. of the [[wild]] [[goat]], Il. 4.105†. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (Α [[ἴξαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ίξαλος]]<br />[[γένος]] σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(επίθ. τών άγριων κατσικιών)<br /><b>1.</b> αυτός που πηδάει, ο [[ακμαίος]], ο [[ζωηρός]] («[[τόξον]] ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιξαλή]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, epith. of the Ibex,= τέλειος acc. to Ar.Byz. ap. Eust. 1625.33, or
A bounding, springing (as Sch.Il., Hsch., etc.), or = τομίας (as Porph. ap. Sch.Il.), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Il.4.105, cf. AP6.32 (Agath.), 113 (Simm.), 9.99 (Leon.). (Perh. borrowed fr. Asia Minor.)
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ (nach VLL. entweder von ἀΐσσω, πηδητικός, od. von ἵξαι u. ἅλλεσθαι, richtiger wohl von ἵκω unmittelbar, wenn es nicht ein eigener Stamm ist), Beiwort der wilden Ziege, des Steinbocks, kletternd, τόξον ἐΰξοον ἰξάλο υ αἰγός Il. 4, 105, Schol. zu vgl.; ἴξαλος εὐπώγων αἰγὸς πόσις Leon. Tar. 61 (XI, 99); Ag. 29 (VI, 32).
Greek (Liddell-Scott)
ἴξᾰλος: -ον, ἐπίθ. τῆς ἀγρίας αἰγὸς (ἴδε ἐν λέξ. αἴξ), ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου Ἰλ. Δ. 105 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 32, 113., 9. 00· -ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πηδητικός, ὁρμητικός, καὶ κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ ἀΐσσω, ὡς εἰ ἦν ἀΐξαλος (πρβλ. αἴξ, αἰγός).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bondissant.
Étymologie: ἱκνέομαι.
English (Autenrieth)
doubtful word, spry, epith. of the wild goat, Il. 4.105†.
Greek Monolingual
-ο (Α ἴξαλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος
γένος σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες
αρχ.
(επίθ. τών άγριων κατσικιών)
1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρός («τόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.)
2. ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ιξαλή].