θωπικός: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θωπικός''': -ή, -όν, (θώψ) = [[θωπευτικός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ. | |lstext='''θωπικός''': -ή, -όν, (θώψ) = [[θωπευτικός]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θωπικός]], -ή, -όν (Α) [[θωψ]]<br />[[θωπευτικός]]. Επίρ. <i>θωπικῶς</i> (Α)<br />θωπευτικώς. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (θώψ)
A = θωπευτικός, Id.Lys.1037, Max.Tyr. 9.7. Adv. -κῶς Suid.
German (Pape)
[Seite 1230] = θωπευτικός, Ar. Lys. 1037; Adv., Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θωπικός: -ή, -όν, (θώψ) = θωπευτικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1037. - Ἐπίρρ. –κῶς, Σουΐδ.
Greek Monolingual
θωπικός, -ή, -όν (Α) θωψ
θωπευτικός. Επίρ. θωπικῶς (Α)
θωπευτικώς.