ιερατεύω: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱερατεύω, Α ιων. τ. ἱερητεύω)
είμαι ιερέας («ἱερατεύειν μοι Ἀαρών», ΠΔ)
μσν.
είμαι επίσκοπος
αρχ.
παθ. ἱερατεύομαι
γίνομαι ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. ιεράτης ή ιερατός (πρβλ. ιερατικός)].