θριδάκινος: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(Bailly1_3)
(17)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />semblable à de la laitue, de laitue.<br />'''Étymologie:''' [[θρῖδαξ]].
|btext=η, ον :<br />semblable à de la laitue, de laitue.<br />'''Étymologie:''' [[θρῖδαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θριδάκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[θρίδαξ]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μαρούλι]] ή προέρχεται από [[μαρούλι]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1219] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε θριδακίνη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
semblable à de la laitue, de laitue.
Étymologie: θρῖδαξ.

Greek Monolingual

θριδάκινος, -ίνη, -ον (Α) θρίδαξ
αυτός που μοιάζει με μαρούλι ή προέρχεται από μαρούλι.