ἰχθυοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui ressemble à un poisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰχθυοειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[σχήμα]] ή [[μορφή]] ψαριού, αυτός που μοιάζει με [[ψάρι]] («ιχθυοειδές [[σκάφος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοειδής Medium diacritics: ἰχθυοειδής Low diacritics: ιχθυοειδής Capitals: ΙΧΘΥΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ichthyoeidḗs Transliteration B: ichthyoeidēs Transliteration C: ichthyoeidis Beta Code: i)xquoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A fish-like, λεπίς Hdt.7.61.

German (Pape)

[Seite 1276] ές, fischartig; λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Her. 7, 61.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ἰχθύος, λεπίδος σιδηρέης ἰχθυοειδέος Ἠρόδ. 7. 61.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à un poisson.
Étymologie: ἰχθύς, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰχθυοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα ή μορφή ψαριού, αυτός που μοιάζει με ψάρι («ιχθυοειδές σκάφος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -ειδής (< είδος)].