ἰσχαδώνης: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_19)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχᾰδώνης''': -ου, ὁ ἰσχάδας ὠνούμενος, ἀγοραστὴς ἰσχάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀγαθοῖς» 4.
|lstext='''ἰσχᾰδώνης''': -ου, ὁ ἰσχάδας ὠνούμενος, ἀγοραστὴς ἰσχάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀγαθοῖς» 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχαδώνης]], ὁ (Α)<br />αυτός που αγοράζει [[ξηρά]] σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχάς]], -[[άδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ώνοῡμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρπ</i>-<i>ώνης</i>, <i>οπωρ</i>-<i>ώνης</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχᾰδώνης Medium diacritics: ἰσχαδώνης Low diacritics: ισχαδώνης Capitals: ΙΣΧΑΔΩΝΗΣ
Transliteration A: ischadṓnēs Transliteration B: ischadōnēs Transliteration C: ischadonis Beta Code: i)sxadw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A buyer of figs, Pherecr.4.

German (Pape)

[Seite 1272] ὁ, Feigenkäufer, Poll. 7, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχᾰδώνης: -ου, ὁ ἰσχάδας ὠνούμενος, ἀγοραστὴς ἰσχάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀγαθοῖς» 4.

Greek Monolingual

ἰσχαδώνης, ὁ (Α)
αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -ώνης (< ώνοῡμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπ-ώνης, οπωρ-ώνης].