καθάρτρια: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθάρτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[καθαρτής]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 139. | |lstext='''καθάρτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[καθαρτής]], Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 139. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καθάρτρια]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καθαρτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of καθαρτής, Sch.Pi.P.3.139.
German (Pape)
[Seite 1282] ἡ, fem. zu καθαρτής, Schol. Pind. P. 3, 139.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρτρια: ἡ, θηλ. τοῦ καθαρτής, Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 139.