κακοπάρθενος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br />vierge funeste (ép. de [[Μοῖρα]]).<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[παρθένος]].
|btext=ου;<br />vierge funeste (ép. de [[Μοῖρα]]).<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[παρθένος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακοπάρθενος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> άτυχη, καταραμένη [[παρθένος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[απρεπής]], ανάρμοστη, ολέθρια για [[κόρη]] («[[κακοπάρθενος]] Μοῑρα» — ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[παρθένος]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπάρθενος Medium diacritics: κακοπάρθενος Low diacritics: κακοπάρθενος Capitals: ΚΑΚΟΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kakopárthenos Transliteration B: kakoparthenos Transliteration C: kakoparthenos Beta Code: kakopa/rqenos

English (LSJ)

ἡ,

   A accursed maiden, Sch.E.Hec.612.    II Adj. unbecoming a maid, Μοῖρα AP7.468 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 1301] 1) Unglücksjungfrau, Schol. Eur. Hec. 612. – 2) den Jungfrauen feindselig, oder Unglück bringende Jungfrau, Μοῖρα Mel. 124 (VII, 468).

French (Bailly abrégé)

ου;
vierge funeste (ép. de Μοῖρα).
Étymologie: κακός, παρθένος.

Greek Monolingual

κακοπάρθενος, ἡ (Α)
1. άτυχη, καταραμένη παρθένος
2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρηκακοπάρθενος Μοῑρα» — ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + παρθένος.