κακόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />prophète de malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μάντις]].
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />prophète de malheurs.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μάντις]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόμαντις]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προφητεύει [[κακά]], που μαντεύει συμφορές («[[κακόμαντις]] [[Ἐρινύς]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[δυσάρεστος]] [[προφήτης]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμαντις Medium diacritics: κακόμαντις Low diacritics: κακόμαντις Capitals: ΚΑΚΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: kakómantis Transliteration B: kakomantis Transliteration C: kakomantis Beta Code: kako/mantis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A prophet of evil, Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.); θυμός Id.Pers.10 (anap.).    II abs., sorry prophet, A.R.3.936.

German (Pape)

[Seite 1301] εως, ὁ, Unglücksprophet, Ap. Rh. 3, 935; adj., Böses weissagend, Ἐρινύς Aesch. Spt. 704, θυμός Pers. 10.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμαντις: -εως, ὁ, ἡ, μάντις κακῶν, προφητεύων τὸ κακόν, Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 724· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 10· ἀπολ., ἔρροις, ὦ κακόμαντι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 935.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
prophète de malheurs.
Étymologie: κακός, μάντις.

Greek Monolingual

κακόμαντις, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που προφητεύει κακά, που μαντεύει συμφορές («κακόμαντις Ἐρινύς», Αισχύλ.)
2. κακός, δυσάρεστος προφήτης.