διεμβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[colocar de través]], [[poner en posición atravesada]] τοὺς μοχλούς LXX <i>Ex</i>.40.18, τοὺς ἀναφορεῖς LXX <i>Nu</i>.4.6.<br /><b class="num">2</b> medic. [[introducir]] ἔλλασμα χαλκοῦν Gal.2.574, c. [[διά]] y gen. λημνίσκους δ. ἐπὶ τούτων (τῶν τόπων) διὰ τῶν διαιρέσεων Aët.15.12, διὰ τοῦ ζώσματος ... τὰς ἀρχάς Sor.<i>Fasc</i>.169.2, en v. pas. διπύρηνα διεμβαλλόμενα διὰ τῶν σπερματικῶν ἀγγείων Gal.4.595.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[colocar de través]], [[poner en posición atravesada]] τοὺς μοχλούς LXX <i>Ex</i>.40.18, τοὺς ἀναφορεῖς LXX <i>Nu</i>.4.6.<br /><b class="num">2</b> medic. [[introducir]] ἔλλασμα χαλκοῦν Gal.2.574, c. [[διά]] y gen. λημνίσκους δ. ἐπὶ τούτων (τῶν τόπων) διὰ τῶν διαιρέσεων Aët.15.12, διὰ τοῦ ζώσματος ... τὰς ἀρχάς Sor.<i>Fasc</i>.169.2, en v. pas. διπύρηνα διεμβαλλόμενα διὰ τῶν σπερματικῶν ἀγγείων Gal.4.595.
}}
{{grml
|mltxt=[[διεμβάλλω]] (Α) [[εμβάλλω]]<br />[[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεμβάλλω Medium diacritics: διεμβάλλω Low diacritics: διεμβάλλω Capitals: ΔΙΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: diembállō Transliteration B: diemballō Transliteration C: diemvallo Beta Code: diemba/llw

English (LSJ)

   A put in through, LXX Nu.4.6, al., Gal.2.574, Aët.15.12.

German (Pape)

[Seite 619] durch- u. hineinwerfen, LXX., Galen. διεμμένω, stets darin, dabei bleiben, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διεμβάλλω: ἐμβάλλω διὰ μέσου, Ἑβδ. (Ἀριθμ. 4. 6, κ. ἀλλ.), Γαλην. 4. 142, 144, Ἀθήν. 107.

Spanish (DGE)

1 colocar de través, poner en posición atravesada τοὺς μοχλούς LXX Ex.40.18, τοὺς ἀναφορεῖς LXX Nu.4.6.
2 medic. introducir ἔλλασμα χαλκοῦν Gal.2.574, c. διά y gen. λημνίσκους δ. ἐπὶ τούτων (τῶν τόπων) διὰ τῶν διαιρέσεων Aët.15.12, διὰ τοῦ ζώσματος ... τὰς ἀρχάς Sor.Fasc.169.2, en v. pas. διπύρηνα διεμβαλλόμενα διὰ τῶν σπερματικῶν ἀγγείων Gal.4.595.

Greek Monolingual

διεμβάλλω (Α) εμβάλλω
βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.