θερμοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />trempé dans l’eau chaude.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[βάπτω]].
|btext=ής, ές :<br />trempé dans l’eau chaude.<br />'''Étymologie:''' [[θερμός]], [[βάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θερμοβαφής]], -ές (Α)<br />αυτός που βάφτηκε [[ζεστός]], που χρωματίστηκε [[ζεστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θερμ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαφής</i>, <i>υγρο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοβᾰφής Medium diacritics: θερμοβαφής Low diacritics: θερμοβαφής Capitals: ΘΕΡΜΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: thermobaphḗs Transliteration B: thermobaphēs Transliteration C: thermovafis Beta Code: qermobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dyed hot, opp. ψυχροβαφής, Thphr.Od.22.

German (Pape)

[Seite 1201] ές, warm eingetaucht oder gefärbt, Ggstz ψυχροβαφής, Theophr. de od. 22.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοβᾰφής: -ές, ὁ βαφεὶς θερμός, ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trempé dans l’eau chaude.
Étymologie: θερμός, βάπτω.

Greek Monolingual

θερμοβαφής, -ές (Α)
αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής, υγρο-βαφής].