ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6) |
(No difference)
|
ἄπωθεν επίρρ. (Α)
1. από μακριά ή μακριά
2. μακριά από κάποιον ή κάτι
3. οἱ ἄπωθεν
οι ξένοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από. Το ω του τύπου εξηγείται κατ' αναλογία είτε προς το πόρρωθεν είτε προς τα απωτέρω, απωτάτω, που χρησιμοποιούνται ως συγκριτικός και υπερθετικός αντιστοίχως του άπωθεν].