κατακοιμιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κατακοιμίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />valet de chambre.<br />'''Étymologie:''' [[κατακοιμίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατακοιμιστής]], ὁ (Α) [[κατακοιμίζω]]<br />αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακοιμιστής Medium diacritics: κατακοιμιστής Low diacritics: κατακοιμιστής Capitals: ΚΑΤΑΚΟΙΜΙΣΤΗΣ
Transliteration A: katakoimistḗs Transliteration B: katakoimistēs Transliteration C: katakoimistis Beta Code: katakoimisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who puts to bed, chamberlain, D.S.11.69, Ph.2.571, Plu.2.173e, Jul. ad Ath.272d, prob. in Ephor.191.131J.

German (Pape)

[Seite 1354] ὁ, der in Schlaf Bringende, der Kammerdiener, D. Sic. 11, 69, wie bei Plut. reg, apophth. p. 85 am Hofe der asiatischen Könige.

Greek (Liddell-Scott)

κατακοιμιστής: -οῦ, ὁ, ὅστις βάλλει τινὰ νὰ κοιμηθῇ, θαλαμηπόλος, τοιοῦτοι ἦσαν εὐνοῦχοι τῶν βασιλέων τῆς Ἀσίας, Διόδ. 11, 69, Πλούτ. 2. 173D· πρβλ. κοιτωνίτης.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
valet de chambre.
Étymologie: κατακοιμίζω.

Greek Monolingual

κατακοιμιστής, ὁ (Α) κατακοιμίζω
αυτός που βάζει κάποιον να κοιμηθεί.