κοιτωνίτης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, chamberlain, Arr.Epict.1.30.7, Gal.14.624, POxy.471.84 (ii A.D.); κ. Καίσαρος IG14.1664.
German (Pape)
[Seite 1471] ὁ, Kammerdiener; Arr. Epict. 1, 30, 7; Galen.; früher κατακοιμιστής.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτωνίτης: -ου, ὁ, θαλαμηπόλος Γαλην. 8. 837, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 30, 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 6418.
Greek Monolingual
ο (AM κοιτωνίτης, Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) κοιτών
νεοελλ.
ένδυμα που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, μέσα στο σπίτι
μσν.-αρχ.
θαλαμηπόλος, καμαριέρης.