καμινευτής: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />forgeron, chaudronnier.<br />'''Étymologie:''' [[καμινεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />forgeron, chaudronnier.<br />'''Étymologie:''' [[καμινεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο θηλ. [[καμινεύτρια]] (Α [[καμινευτής]], θηλ. [[καμινεύτρια]]) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]], [[θερμαστής]], [[εργάτης]] καμινιού, [[καμινάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επιγρ.</b> ιερατικό [[αξίωμα]] στην Όστια της Ιταλίας.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτής Medium diacritics: καμινευτής Low diacritics: καμινευτής Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kamineutḗs Transliteration B: kamineutēs Transliteration C: kamineftis Beta Code: kamineuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = καμινεύς, PPetr.3p.173 (dub., iii B.C.), Luc.Sacr.6.    II title of priests at Ostia, IG14.914.

German (Pape)

[Seite 1317] ὁ, dasselbe; Luc. sacrific. 6 stellt ihn zusammen mit βάναυσος καὶ χαλκεὺς καὶ πυρίτης. S. καμινεύς.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνευτής: -οῦ, ὁ = καμινεύς, Λουκ. π. Θυσιῶν 6· - θηλ. καμινεύτρια, Ἀρισταρχ. εἰς Ὀδ. Σ. 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
forgeron, chaudronnier.
Étymologie: καμινεύω.

Greek Monolingual

ο θηλ. καμινεύτριακαμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης
αρχ.
επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια της Ιταλίας.