κατασχασμός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(6_14) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασχασμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Γαλην.· σικύας προσβάλλειν τῷ ἰνίῳ [[μετὰ]] κατασχασμοῦ Ὀρειβάσ. σ. 142 Matth.· [[ὡσαύτως]] κατάσχασμα, τό, Διοσκ. Θηρ. προοίμ. | |lstext='''κατασχασμός''': ὁ, = τῷ προηγ., Γαλην.· σικύας προσβάλλειν τῷ ἰνίῳ [[μετὰ]] κατασχασμοῦ Ὀρειβάσ. σ. 142 Matth.· [[ὡσαύτως]] κατάσχασμα, τό, Διοσκ. Θηρ. προοίμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατασχασμός]], ὁ (Α) [[κατασχάζω]]<br />[[κατάσχασις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = κατάσχασις, Gal.11.321, Antyll. ap. Orib. 7.16.15, Orib.7.18 tit.
Greek (Liddell-Scott)
κατασχασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Γαλην.· σικύας προσβάλλειν τῷ ἰνίῳ μετὰ κατασχασμοῦ Ὀρειβάσ. σ. 142 Matth.· ὡσαύτως κατάσχασμα, τό, Διοσκ. Θηρ. προοίμ.
Greek Monolingual
κατασχασμός, ὁ (Α) κατασχάζω
κατάσχασις.