κατάρριζος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάρριζος''': -ον, [[πλήρης]] ῥιζῶν, [[καλῶς]] ἐρριζωμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8. | |lstext='''κατάρριζος''': -ον, [[πλήρης]] ῥιζῶν, [[καλῶς]] ἐρριζωμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κατάριζος]], -η, -ο (AM [[κατάρριζος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν [[βαθιά]] στη γη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάρριζα</i> και <i>κατάριζα</i> (Μ κατάρριζα)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> από τη [[ρίζα]], [[σύρριζα]]<br /><b>2.</b> στη [[ρίζα]] του βουνού, στη [[βάση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δίπλα]] στη [[ρίζα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A having roots below, Thphr.HP1.6.8.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρριζος: -ον, πλήρης ῥιζῶν, καλῶς ἐρριζωμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.
Greek Monolingual
και κατάριζος, -η, -ο (AM κατάρριζος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει πολλές και μεγάλες ρίζες οι οποίες εισχωρούν βαθιά στη γη.
επίρρ...
κατάρριζα και κατάριζα (Μ κατάρριζα)
νεοελλ.
1. από τη ρίζα, σύρριζα
2. στη ρίζα του βουνού, στη βάση
μσν.
δίπλα στη ρίζα.