ἀμμόχρυσος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[gema que parece veteada de oro]] Plin.<i>HN</i> 37.188, Isid.<i>Etym</i>.16.15.5. | |dgtxt=-ου, ὁ [[gema que parece veteada de oro]] Plin.<i>HN</i> 37.188, Isid.<i>Etym</i>.16.15.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμμόχρυσος]], ο (Α)<br />όρος, τον οποίο [[πρώτος]] χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει [[κατά]] πάσαν [[πιθανότητα]] κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα [[ποικιλία]] [[μαρμαρυγίας]]. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν [[επίσης]] για αμμόχρυσο. Από [[τότε]] δεν αναφέρεται [[πουθενά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άμμος]] <span style="color: red;">+</span> [[χρυσός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, gem resembling
A sand veined with gold, Plin.HN37.188.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόχρῡσος: ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου παρεμφεροῦς ὄγκῳ ἄμμου μετὰ χρυσῶν φλεβῶν, Πλίν. 27. 11.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ gema que parece veteada de oro Plin.HN 37.188, Isid.Etym.16.15.5.
Greek Monolingual
ἀμμόχρυσος, ο (Α)
όρος, τον οποίο πρώτος χρησιμοποίησε ο Πλίνιος, για να χαρακτηρίσει κατά πάσαν πιθανότητα κάποια κιτρινωπή χρυσίζουσα ποικιλία μαρμαρυγίας. Ο Agricola και ο Boetius de Boot μιλούν επίσης για αμμόχρυσο. Από τότε δεν αναφέρεται πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + χρυσός.