κῆνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
(6_4)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῆνος''': Αἰολ. ἀντὶ [[κεῖνος]], [[ἐκεῖνος]] Σαπφὼ 2. 1, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4730. 13· πρβλ. Δωρ. [[τῆνος]], Θεόκρ. 1. 1.
|lstext='''κῆνος''': Αἰολ. ἀντὶ [[κεῖνος]], [[ἐκεῖνος]] Σαπφὼ 2. 1, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4730. 13· πρβλ. Δωρ. [[τῆνος]], Θεόκρ. 1. 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κῆνος]] (Α)<br /><b>(αιολ.)</b> και δωρ. τ. του <i>κεῑνος</i>, <i>ἐκεῑνος</i>) <b>βλ.</b> [[εκείνος]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῆνος Medium diacritics: κῆνος Low diacritics: κήνος Capitals: ΚΗΝΟΣ
Transliteration A: kē̂nos Transliteration B: kēnos Transliteration C: kinos Beta Code: kh=nos

English (LSJ)

Aeol.and Dor.for κεῖνος, ἐκεῖνος, Sapph.2.1, Epigr.Gr.991.13 (Balbilla), SIG1025.25 (Cos, iv/iii B.C.); κήνοθεν,

   A thence, Alc. 86. κηνούει· ἐκεῖ, and κηνῶ· ἐκεῖθεν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1431] äol. = κεῖνος, Sapph. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κῆνος: Αἰολ. ἀντὶ κεῖνος, ἐκεῖνος Σαπφὼ 2. 1, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4730. 13· πρβλ. Δωρ. τῆνος, Θεόκρ. 1. 1.

Greek Monolingual

κῆνος (Α)
(αιολ.) και δωρ. τ. του κεῑνος, ἐκεῑνος) βλ. εκείνος.