Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλειτορίδα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(20)
(No difference)

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Α κλειτορίς, -ίδος)
ανατ. μικρό στυτικό όργανο που βρίσκεται στο άνω μέρος του γυναικείου αιδοίου
αρχ.
ονομασία λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, για μεταρρηματικό παρ. του κλίνω που εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας (πρβλ. κλει-τύς) και όχι για δάνεια λ., όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα. Σχηματισμένο κατά το σχήμα αλεκτορίς: αλέκτωρ, ακεστορίς: ακέστωρ, προϋποθέτει κάποιο ουσ. κλείτωρ που θα είχε σημ. «λόφος» και μαρτυρείται ως τοπωνύμιο Κλείτωρ στην Αρκαδία. Η σημ. του κλειτορίς είναι, επομένως, «εξόγκωμα, λοφίσκος». Κατ' άλλους συνδέεται με το κλείω.
ΠΑΡ. αρχ. κλειτοριάζω
νεοελλ.
κλειτοριδικός].