κεραστής: Difference between revisions
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(6_19) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13. | |lstext='''κεραστής''': -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραστής]]) [[κεράννυμι]]<br />αυτός που ανακατεύει τα ποτά<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κερνάει τη [[συντροφιά]], αυτός που πληρώνει το [[αντίτιμο]] τών ποτών ή τών γλυκών για όλους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[εκείνος]] που προσφέρει, που σερβίρει ποτά ή [[γλυκά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one that mixes, Ζεὺς πάντων κ. Orph.Fr.297.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεραστής) κεράννυμι
αυτός που ανακατεύει τα ποτά
νεοελλ.
αυτός που κερνάει τη συντροφιά, αυτός που πληρώνει το αντίτιμο τών ποτών ή τών γλυκών για όλους
νεοελλ.-μσν.
εκείνος που προσφέρει, που σερβίρει ποτά ή γλυκά.