κιτρινίζω: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
(6_1)
 
(20)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιτρινίζω''': (πιθαν. κιτρίζω), ἔχω τὸ [[χρῶμα]] τοῦ κίτρου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.
|lstext='''κιτρινίζω''': (πιθαν. κιτρίζω), ἔχω τὸ [[χρῶμα]] τοῦ κίτρου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίτρινος]]<br /><b>1.</b> [[αποκτώ]] κίτρινο [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] κίτρινο [[χρώμα]], [[βάφω]] κίτρινο [[κάτι]].
}}
}}

Latest revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κιτρινίζω: (πιθαν. κιτρίζω), ἔχω τὸ χρῶμα τοῦ κίτρου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Achmes.

Greek Monolingual

κίτρινος
1. αποκτώ κίτρινο χρώμα
2. δίνω σε κάτι κίτρινο χρώμα, βάφω κίτρινο κάτι.