κεχηνώς: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
(Autenrieth)
(20)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[χαίνω]].
|auten=see [[χαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεχηνώς]], -υῑα, -ός (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μένει με ανοιχτό το [[στόμα]], αυτός που χάσκει, [[χάχας]], [[κεχηναίος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κεχηνός</i><br />α) το [[κενό]], το [[χάσμα]], η [[χασμωδία]] («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ»)<br />β) το ανιαρό, η [[ανιαρότητα]] («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», <b>Ιω. Χρυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. του [[κέχηνα]] (παρακμ. του [[χαίνω]] «[[χάσκω]], [[μένω]] με ανοιχτό το [[στόμα]]»].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κεχηνώς: ἴδε ἐν λέξ. χάσκω.

French (Bailly abrégé)

υῖα, ός;
bouche bée.
Étymologie: part. de κέχηνα.

English (Autenrieth)

see χαίνω.

Greek Monolingual

κεχηνώς, -υῑα, -ός (Α)
1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός
α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ»)
β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς διανοίας», Ιω. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. του κέχηνα (παρακμ. του χαίνω «χάσκω, μένω με ανοιχτό το στόμα»].