κακόθρους: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(Bailly1_3)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[κακόθροος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[κακόθροος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κακόθρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]] («[[κακόθρους]] [[λόγος]]», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[θρους]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θροῦς</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ηδύ</i>-[[θρους]], <i>πολύ</i>-[[θρους]]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. κακόθροος.

Greek Monolingual

κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικόςκακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ-θρους, πολύ-θρους].