κονδυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κονδῠλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ. | |lstext='''κονδῠλώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[κονδυλώδης]], -ώδες) [[κόνδυλος]]<br />αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, [[κονδυλοειδής]], διογκωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) [[κονδυλόρριζος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A knobby, Id.Mochl.1, Dsc.1.107, Gal.2.755.
German (Pape)
[Seite 1480] ες, wie eine harte Geschwulst, geschwollen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κονδῠλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόνδυλον, ἐξωγκωμένος, Ἱππ. Μοχλ. 841, κτλ.
Greek Monolingual
-ες (Α κονδυλώδης, -ώδες) κόνδυλος
αυτός που μοιάζει με κόνδυλο, κονδυλοειδής, διογκωμένος
νεοελλ.
1. (για φυτά) κονδυλόρριζος
2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος.