κόμμωσις: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6_8) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόμμωσις''': -εως, ἡ, [[καλλώπισμα]], [[διακόσμησις]], Ἀθήν. 568Α· ― μεταφ. ἐν τῷ πληθ. παγίδες, δελεάσματα, Ἡσύχ. | |lstext='''κόμμωσις''': -εως, ἡ, [[καλλώπισμα]], [[διακόσμησις]], Ἀθήν. 568Α· ― μεταφ. ἐν τῷ πληθ. παγίδες, δελεάσματα, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόμμωσις]], ἡ (Α)<br />η [[επίχριση]] με [[κόμμι]], η [[επάλειψη]] με [[κόμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμι]] πιθ. με την [[επίδραση]] ενός αμάρτυρου [[κομμῶ]] «[[αλείφω]] με [[κόμμι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A embellishment, Ath.13.568a (pl.). II (κόμμι) stop-wax, prob. in Arist.HA623b31, cf. Plin.HN11.16, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1479] ἡ, das Putzen, Schmücken, Schminken; τῶν ἑταιρῶν Ath. XIII, 568 a; auch a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κόμμωσις: -εως, ἡ, καλλώπισμα, διακόσμησις, Ἀθήν. 568Α· ― μεταφ. ἐν τῷ πληθ. παγίδες, δελεάσματα, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κόμμωσις, ἡ (Α)
η επίχριση με κόμμι, η επάλειψη με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου κομμῶ «αλείφω με κόμμι»].