κομμωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(6_13a)
(21)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κομμωτίζω''': μέλλ. -ίσω, = κομμόω, Συνέσ. 83C, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ.
|lstext='''κομμωτίζω''': μέλλ. -ίσω, = κομμόω, Συνέσ. 83C, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κομμωτίζω]] (AM) [[κομμωτής]]<br />[[καλλωπίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 06:41, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1479] = κομμόω, Sp.; VLL. erkl. ἐπιμελοῦμαι.

Greek (Liddell-Scott)

κομμωτίζω: μέλλ. -ίσω, = κομμόω, Συνέσ. 83C, ἐν τῷ μέσ. τύπῳ.

Greek Monolingual

κομμωτίζω (AM) κομμωτής
καλλωπίζω.