κρανιοφαρυγγίωμα: Difference between revisions
From LSJ
(21) |
(No difference)
|
(21) |
(No difference)
|
το
ιατρ. όγκος του εγκεφάλου που αναπτύσσεται επάνω από το τουρκικό εφίππιο σε βάρος του μίσχου της υπόφυσης και του θυλάκου του Ράτκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniopharyngiome < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + pharyngiome (< φάρυγξ + κατάλ. -ome)].