Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιοφαρυγγίωμα: Difference between revisions

From LSJ
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
ιατρ. όγκος του εγκεφάλου που αναπτύσσεται επάνω από το τουρκικό εφίππιο σε βάρος του μίσχου της υπόφυσης και του θυλάκου του Ράτκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniopharyngiome < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + pharyngiome (< φάρυγξ + κατάλ. -ome)].