κόρειος: Difference between revisions
Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun
(6_4) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόρειος''': -α, -ον, ([[κόρη]]) ἀνήκων εἰς κόρην, τὸ κόρειον = [[κόρευμα]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 178. ΙΙ. Κόρεια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, [[θυσία]] τῇ Κόρῃ (Περσεφόνῃ) τελουμένη, Πλουτ. Δίων 56, Ἡσύχ. 2) κόρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5430. | |lstext='''κόρειος''': -α, -ον, ([[κόρη]]) ἀνήκων εἰς κόρην, τὸ κόρειον = [[κόρευμα]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 178. ΙΙ. Κόρεια (ἐξυπακ. [[ἱερά]]), τά, [[θυσία]] τῇ Κόρῃ (Περσεφόνῃ) τελουμένη, Πλουτ. Δίων 56, Ἡσύχ. 2) κόρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5430. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κόρειος]], -εία, -ον (Α) [[κόρη]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κόρη]], [[παρθενικός]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ [[κορεία]], <i>τὸ κόρειον</i><br />η [[ιδιότητα]] της κόρης, η [[παρθενία]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Κόρειον</i><br />ο [[ναός]] της Κόρης, δηλ. της Περσεφόνης<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Κόρεια</i> (ενν. [[ἱερά]])<br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν της Κόρης, δηλ. της Περσεφόνης. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (κόρη)
A of a maiden: τὸκ., = κόρευμα, Sch.E.Alc.178. II Κόρεια (sc. ἱερά), τά, the festival of Kore (Persephone), Plu.Dio 56, Hsch. 2 Κόρειον, τό, her temple, IG14.217 (Acrae), Ath.Mitt.49.5 (Attica, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
κόρειος: -α, -ον, (κόρη) ἀνήκων εἰς κόρην, τὸ κόρειον = κόρευμα, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 178. ΙΙ. Κόρεια (ἐξυπακ. ἱερά), τά, θυσία τῇ Κόρῃ (Περσεφόνῃ) τελουμένη, Πλουτ. Δίων 56, Ἡσύχ. 2) κόρειον, τό, ὁ ναὸς αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5430.
Greek Monolingual
κόρειος, -εία, -ον (Α) κόρη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κόρη, παρθενικός
2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ κορεία, τὸ κόρειον
η ιδιότητα της κόρης, η παρθενία
3. (το ουδ. ως κύριο όν.) Κόρειον
ο ναός της Κόρης, δηλ. της Περσεφόνης
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Κόρεια (ενν. ἱερά)
εορτή προς τιμήν της Κόρης, δηλ. της Περσεφόνης.