κοιλοφθαλμιώ: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(21)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

κοιλοφθαλμιῶ, -άω (Α) κοιλόφθαλμος
έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων του οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)].