κόρημα: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' [[κορέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />balai.<br />'''Étymologie:''' [[κορέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[κόρημα]], -ήματος) [[κορέω]] (ΙΙ)]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πλευρικά κορήματα»<br /><b>γεωλ.</b> πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα της μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που απορρίπτεται με το [[σάρωμα]], [[απόρριμμα]], [[σκουπίδι]]<br /><b>2.</b> [[σάρωθρο]], [[σκούπα]], [[κόρηθρον]] («τουτὶ λαβὼν [[κόρημα]] τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A sweepings, refuse, Ar.Fr.474: in pl., Hermipp.47.10 (anap.). II besom, broom, Ar.Pax59, Eup.157, 228.4, Gal.12.93.
German (Pape)
[Seite 1486] τό, das Ausgefegte, der Kehricht; Ar. bei Poll. 10, 29; Hermipp. bei Ath. XI, 487 f; Poll. 6, 94; – der Besen; Ar. Pax 59; Eupol. bei Poll. 10, 28.
Greek (Liddell-Scott)
κόρημα: τό, τὸ κορούμενον κάθαρμα, «σκουπίδι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 408· ἐν τῷ πληθ., Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2. ΙΙ. σάρωθρον, «σκοῦπα», Ἀριστοφ. Εἰρ. 59, «τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει» Εὔπολ. ἐν «Κόλαξιν» 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
balai.
Étymologie: κορέω.
Greek Monolingual
το (Α κόρημα, -ήματος) κορέω (ΙΙ)]
νεοελλ.
φρ. «πλευρικά κορήματα»
γεωλ. πετρώδη θραύσματα και γεώδη υλικά που αποτελούν προϊόντα της μηχανικής αποσάθρωσης απότομων πρανών και κλιτύων
αρχ.
1. καθετί που απορρίπτεται με το σάρωμα, απόρριμμα, σκουπίδι
2. σάρωθρο, σκούπα, κόρηθρον («τουτὶ λαβὼν κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει», Εύπ.).