κολλοπεύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
(6_6)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολλοπεύω''': εἶμαι [[κόλλοψ]] (ΙΙ. 2), Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3.
|lstext='''κολλοπεύω''': εἶμαι [[κόλλοψ]] (ΙΙ. 2), Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολλοπεύω]] (Α)<br />[[είμαι]] [[κόλλοψ]], [[κίναιδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόλλοψ]], -<i>οπος</i> «[[κίναιδος]]»].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλοπεύω Medium diacritics: κολλοπεύω Low diacritics: κολλοπεύω Capitals: ΚΟΛΛΟΠΕΥΩ
Transliteration A: kollopeúō Transliteration B: kollopeuō Transliteration C: kollopeyo Beta Code: kollopeu/w

English (LSJ)

   A to be a κόλλοψ 11.2, Pl.Com.186.5.

German (Pape)

[Seite 1473] ein κόλλοψ Bdtg 4 sein, Plat. com. bei Stob. Eclog. phys. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

κολλοπεύω: εἶμαι κόλλοψ (ΙΙ. 2), Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3.

Greek Monolingual

κολλοπεύω (Α)
είμαι κόλλοψ, κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, -οπος «κίναιδος»].