κισσοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(6_15) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κισσοτόμος''': -ον, ([[τέμνω]]), κισσοτόμοι (δηλ. ἡμέραι), αἱ, ἐν αἷς ἔκοπτον τὸν κισσόν, [[ἑορτή]] τις ἐν Φλειοῦντι, Παυσ. 2. 13, 4. | |lstext='''κισσοτόμος''': -ον, ([[τέμνω]]), κισσοτόμοι (δηλ. ἡμέραι), αἱ, ἐν αἷς ἔκοπτον τὸν κισσόν, [[ἑορτή]] τις ἐν Φλειοῦντι, Παυσ. 2. 13, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κισσοτόμος]], -ον (Α)<br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ [[κισσοτόμοι]]<br />(ενν. <i>ἡμέραι</i>)<br />ετήσια [[γιορτή]] στον Φλιούντα της Αργολίδας [[προς]] [[τιμή]] της Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν [[ἐπέτειος]] ἥν καλοῡσι Κισσοτόμους», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λα</i>-[[τόμος]], <i>υλο</i>-[[τόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (τέμνω)
A ivy-cutting: κισσοτόμοι (sc. ἡμέραι), αἱ, festival at Phlius, Paus.2.13.4.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοτόμος: -ον, (τέμνω), κισσοτόμοι (δηλ. ἡμέραι), αἱ, ἐν αἷς ἔκοπτον τὸν κισσόν, ἑορτή τις ἐν Φλειοῦντι, Παυσ. 2. 13, 4.
Greek Monolingual
κισσοτόμος, -ον (Α)
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κισσοτόμοι
(ενν. ἡμέραι)
ετήσια γιορτή στον Φλιούντα της Αργολίδας προς τιμή της Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν ἐπέτειος ἥν καλοῡσι Κισσοτόμους», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα-τόμος, υλο-τόμος.