κορδακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=danser le [[κόρδαξ]].
|btext=danser le [[κόρδαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[κορδακίζω]]) [[κόρδαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, [[ασχημονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[χορεύω]] τον κόρδακα, άσεμνο χορό.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκίζω Medium diacritics: κορδακίζω Low diacritics: κορδακίζω Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΖΩ
Transliteration A: kordakízō Transliteration B: kordakizō Transliteration C: kordakizo Beta Code: kordaki/zw

English (LSJ)

   A dance the κόρδαξ, Hyp.Phil.7, D.Chr.33.9, D.C.50.27, Jul.Mis.350b.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, τὸν κόρδακα ὀρχοῦμαι, Πολυδ. Ϛ΄ 123, Α. Β. 101, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ρήτορες (Walz) 1. 570.

French (Bailly abrégé)

danser le κόρδαξ.

Greek Monolingual

κορδακίζω) κόρδαξ
νεοελλ.
(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ
αρχ.
χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό.