κυβερνήτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
(6_10) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠβερνήτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κυβερνητήρ]], Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89. | |lstext='''κῠβερνήτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κυβερνητήρ]], Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυβερνήτειρα]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κυβερνητήρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A κυβερνητήρ, τύχη AP10.65 (Pall.), cf. Nonn.D.1.89.
German (Pape)
[Seite 1522] ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κυβερνητήρ, Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.
Greek Monolingual
κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.