κτενοφόρα: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(22)
(No difference)

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek Monolingual

τα
ζωολ. φύλο υδρόβιων ασπόνδυλων που παλιότερα κατατάσσονταν μαζί με τα κνιδόζωα στα κοιλεντερωτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenophora < cten(o)- (< κτείς, κτενός) + -phora (< -φόρα, ουδ. του -φόρος < φέρω)].