κωνικός: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />conique.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
|btext=ή, όν :<br />conique.<br />'''Étymologie:''' [[κῶνος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωνικός]], -ή, -όν) [[κώνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] κώνου<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει στο γεωμετρικό [[σχήμα]] [[κώνος]] («κωνική [[τομή]]» — [[καμπύλη]] που σχηματίζεται από την [[τομή]] ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωνικώς</i> και -<i>ά</i><br />με [[σχήμα]] κώνου.
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωνικός Medium diacritics: κωνικός Low diacritics: κωνικός Capitals: ΚΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kōnikós Transliteration B: kōnikos Transliteration C: konikos Beta Code: kwniko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κῶνος)

   A cone-shaped, conical, Epicur.Nat.14.5, Plu.2.410d; esp. in Math., κ. ἐπιφάνεια, γραμμαί, τομαί, Archim.Sph. Cyl.1.9, al., Papp.672.10, 662.15; κωνικά, τά, Conic Sections, title of work by Apollonius Pergaeus, cf. Archim.Con.Sph.3; κ. στοιχεῖα Id.Quadr.3; κ. ὅροι Papp.922.17; κ. προβλήματα Apollon.Perg.Con. 1 Praef.

German (Pape)

[Seite 1546] kegelförmig, konisch, Plut. de def. orac. 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωνικός: -ή, -όν, (κῶνος) ἔχων σχῆμα κώνου, κωνικός, Πλούτ. 2. 410Ε· κ. τομαὶ Ἀνθεμ. Ἀποσπ. σ. 157. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
conique.
Étymologie: κῶνος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κωνικός, -ή, -όν) κώνος
1. αυτός που έχει σχήμα κώνου
2. αυτός που ανήκει στο γεωμετρικό σχήμα κώνος («κωνική τομή» — καμπύλη που σχηματίζεται από την τομή ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου).
επίρρ...
κωνικώς και -ά
με σχήμα κώνου.