λακπάτητος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[λαξπάτητος]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[λαξπάτητος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λακπάτητος]], -ον (Α) [[λακπατώ]]<br />καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», <b>Σοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A trampled on, trodden down, S.Ant.1275 (λαξπάτητον Eust., v.l. λεωπάτητον).
German (Pape)
[Seite 8] v. l. für λὰξ πάτητος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λακπάτητος: [πᾰ], ον, καταπεπατημένος, «τσαλαπατημένος», Σοφ. Ἀντ. 1275, ἔνθα ὁ Εὐστ. (796, 5) λαξπάτητον, καὶ ἓν Ἀντίγραφ. λεωπάτητον. Ἴδε σημ. Jepp ἐν Ἀντιγ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λαξπάτητος.
Greek Monolingual
λακπάτητος, -ον (Α) λακπατώ
καταπατημένος, τσαλαπατημένος, ποδοπατημένος («λακπάτητον ἀντρέπων χαράν», Σοφ.).