λεπτακινός: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(6_11) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπτᾰκῐνός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102. | |lstext='''λεπτᾰκῐνός''': -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λεπτακινός]], -ή, -όν (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[λεπταλέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>λέπταξ</i>, [[κατά]] το <i>φυζακ</i>-<i>ινός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, poet. for sq., AP11.102 (Ammian. or Nicarch.).
German (Pape)
[Seite 30] poet. = Folgdm, nach B. A. 49 ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον. – Von Menschen, winzig, klein, Ammian. 17 (XI, 102).
Greek (Liddell-Scott)
λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102.
Greek Monolingual
λεπτακινός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) λεπταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λέπταξ, κατά το φυζακ-ινός].