λεπρικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_10)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπρικός''': -ή, -όν, διὰ τὴν λέπραν (δηλ. [[φάρμακον]]), Διοσκ. 1, 50, κτλ.
|lstext='''λεπρικός''': -ή, -όν, διὰ τὴν λέπραν (δηλ. [[φάρμακον]]), Διοσκ. 1, 50, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπρικός]], -ή, -όν) [[λέπρα]]<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τη [[λέπρα]] («λεπρικό [[εξάνθημα]]»).
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπρικός Medium diacritics: λεπρικός Low diacritics: λεπρικός Capitals: ΛΕΠΡΙΚΟΣ
Transliteration A: leprikós Transliteration B: leprikos Transliteration C: leprikos Beta Code: lepriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A good for leprosy, Dsc.2.62, 3.88, POxy.1088.14 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 30] den Aussatz betreffend, φάρμακα, Heilmittel gegen den Aussatz, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λεπρικός: -ή, -όν, διὰ τὴν λέπραν (δηλ. φάρμακον), Διοσκ. 1, 50, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπρικός, -ή, -όν) λέπρα
αυτός που έχει σχέση με τη λέπρα («λεπρικό εξάνθημα»).